Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Η καταστροφή της Σμύρνης και ο ξεριζωμός του Μικρασιατικού Ελληνισμού: ΜΕΡΟΣ Β΄



Γράφει η Ελένη Δραμπάλα

Το ξεκλήρισμα των χριστιανικών πληθυσμών και ο διωγμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας

Ο ελληνικός στρατός είχε πλέον υποχωρήσει, κατευθυνόμενος στη χερσόνησο της Ερυθραίας, προς τον Τσεσμέ, με σκοπό την επιβίβαση στα πλοία για Χίο και Μυτιλήνη. Στα Βουρλά υπήρχαν 35.000 Έλληνες, ενώ είχε ήδη σχηματιστεί πολιτοφυλακή, προκειμένου να υπάρξει κάποια συμφωνία μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, για την προστασία και ασφάλειά τους, η οποία συμφωνία μάλιστα επικυρώθηκε από τον αρχιερατικό επίτροπο του μητροπολίτη Εφέσου κι από τον Τούρκο μουφτή, αλλά και από τους προκρίτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πάρα πολλοί Έλληνες επέστρεφαν στα Βουρλά. Η επικύρωση, όμως, αυτή για τη σωτηρία τους δεν απέβη αποτελεσματική, αφού τα Βουρλά πυρπολήθηκαν και οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν, ο δε ανδρικός πληθυσμός μεταφέρθηκε σε στρατόπεδα. Οι ίδιες βιαιότητες έλαβαν χώρα και στο επίνειο των Βουρλών, τη Σκάλα, αλλά και στα Αλάτσατα. Οι επιζήσαντες, μετά από αρκετές ημέρες παραλήφθηκαν από πλοία.

Ωστόσο, από την περιοχή του Αγιασματίου, έφθαναν οι πρόσφυγες στο Αϊβαλί, ενώ την 6η Σεπτεμβρίου ο τουρκικός τακτικός στρατός εισέβαλε στην πόλη και άρχισαν οι βιαιοπραγίες. Άνδρες συνελήφθησαν και εστάλησαν στα στρατόπεδα κοντά στο Φρένελι που είχε ελληνικό πληθυσμό, άλλοι δολοφονήθηκαν στη χαράδρα Μουσούλ Δαγ ή στη θέση Ταμ Αλή. Ήταν περίπου 4.000. Άλλους πάλι εκτέλεσαν στο Αδραμύττιο ή και στην είσοδο των Κυδωνιών.

Την 14η Σεπτεμβρίου, έκανε την εμφάνισή της η 4η τουρκική μεραρχία, η ονομαζόμενη Χασάπ ασκέρ, οπότε η κατάσταση επιδεινώθηκε για τους Αϊβαλιώτες και τους πρόσφυγες που είχαν βρει καταφύγιο εκεί. Την 19η Σεπτεμβρίου, ο μητροπολίτης Γρηγόριος διατάχθηκε από τους Τούρκους να ειδοποιήσει τον άρρενα πληθυσμό από 18-45 ετών, να παρουσιαστεί στις τουρκικές αρχές. Είχαν τοιχοκολλήσει δε προκήρυξη που έλεγε «ὅσοι ἐκ τῶν πολιτῶν ἐπιθυμοῦν νά ἀναχωρήσουν διά τῶν ἀτμοπλοίων εἶναι ἐλεύθεροι νά τό πράξουν ἐντός 24 ὡρῶν. Ὅσοι δέν κατορθώσουν νά το πράξουν, θά μεταφερθούν εἰς τό ἐσωτερικόν»

Ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του πληθυσμού μεταφέρθηκε στη Μυτιλήνη, ενώ οι Τούρκοι απαγόρευσαν στον μητροπολίτη Γρηγόριο να επιβιβασθεί στο πλοίο, οπότε την 30η Σεπτεμβρίου τον συνέλαβαν μαζί με άλλους ιερείς και τον εκτέλεσαν. Βιαιοπραγίες, όμως, έγιναν και στα Μοσχονήσια, με 6.000 κατοίκους που ήταν Έλληνες. Την 14η Σεπτεμβρίου, όσοι γλύτωσαν την εξόντωση, εστάλησαν στα στρατόπεδα, όπου και εκεί εξοντώθηκαν, και μαζί τους και ο μητροπολίτης Μοσχονησίων Αμβρόσιος. Τα ίδια έγιναν και στην Προποντίδα, εκκενώθηκε το Εσκί Σεχίρ, τα Μουδανιά και η Κίος από ελληνικές δυνάμεις και κατόπιν κατευθύνθηκαν στην Πάνορμο και Κύζικο, όπου απ’ αυτά τα λιμάνια επιβάσθηκε μεγάλος όγκος των ελληνικών δυνάμεων αρχές Σεπτεμβρίου.

Μετά την παράδοση της 11ης μεραρχίας, αυτό που περίμενε τους πρόσφυγες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία τραγική τύχη. Η επαρχία της Κυζίκου και η ενδοχώρα θρήνησαν θύματα, ενώ στην περιφέρεια του Μπαλήκ Κεσέρ, συγκέντρωσαν όλο τον ελληνικό πληθυσμό σε μία πλατεία και τους κατακρεούργησαν, την 4η Σεπτεμβρίου. Τα θύματα ήταν 3.000. Το ίδιο έγινε και στο Σίνδιργε, στο Ακ Τσάι του Αδραμυττινού κόλπου. Συνολικά, εκεί, ο αριθμός των θυμάτων υπολογίζεται σε 17.000, σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξε ο Βενέδικτος Αδαμαντιάδης. Όσοι κατοικούσαν στα χωριά της επαρχίας Δαρδανελλίων έπεσαν θύματα σφαγής. Υπολογίζονται σε 4.330. Η ίδια έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά: Ἐν συνόλῳ κατά τήν ἐκκένωσιν τῆς κατεχομένης βορειοδυτικῆς Μ. Ἀσίας ὑπό τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, οἱ φονευθέντες Ἕλληνες ἀνέρχονται εἰς 21.900 περίπου. Ἐάν εἰς αὐτούς προσθέσωμεν καί τούς πρό τῆς ἐκκενώσεως 18.900 περίπου φονευθέντας, ἔχομεν ἐν ὅλῳ 40.800 περίπου θύματα του βορειοδυτικού μικρασιατικού ἑλληνισμοῦ».

Ακόμη, όμως, χειρότερη τύχη έμελλε να βρει κι άλλους ελληνικούς πληθυσμούς: Στο Αξάρι κατοικούσαν 10.000 ψυχές, στη Μαγνησία κατοικούσαν 8.000 Έλληνες περίπου. Γεγονότα βιαιοπραγιών και δολοφονιών συνέβησαν σε πολλές ελληνικές κοινότητες στην περιοχή Κασαμπά, Αχμετλί κ.λπ., όπου Τούρκος δήμαρχος αποκεφάλισε εκατοντάδες Έλληνες και χρησιμοποίησε τα κεφάλια τους για να κτίσει τον τοίχο της αυλής του. Ακόμη και εκεί, στις περιοχές της Μ.Ασίας, που δεν είχε φθάσει ο ελληνικός στρατός, οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε βιαιότητες, αφού υπήρξαν διωγμοί χριστιανών κατοίκων και στην Καππαδοκία και στην Κιλικία, απ’ όπου 35.000 Έλληνες αποχώρησαν.

Μετά την κατάληψη της Σμύρνης, σύμφωνα με το διάταγμα του Νουρεντίν, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τον άρρενα πληθυσμό από 18 μέχρι 45 ετών, στα στρατόπεδα της Σμύρνης. Από τις 10.000 ανδρών που συνελήφθησαν και κλείστηκαν στους στρατώνες, οι περισσότεροι εξοντώθηκαν, σύμφωνα με τα γεγραμμένα του Χρ. Σολομωνίδη. Η διαταγή του Νουρεντίν ήταν ρητή και κατηγορηματική: Μέχρι την 17η Νοεμβρίου να έχουν αναχωρήσει αναγκαστικά όλοι οι υπόλοιποι ελληνικοί πληθυσμοί. Όμως, κατά την επιβίβαση στα πλοία, οι Τούρκοι προέβαιναν σε έλεγχο και συνελάμβαναν πάρα πολλούς για να τους οδηγήσουν στα στρατόπεδα και σύμφωνα με τις πληροφορίες του Αγγελομάτη, περισσότεροι από 150.000 χριστιανοί από την Σμύρνη και τα περίχωρα οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα. Από τις πρώτες μέρες εξόντωσαν 3.000 περίπου Έλληνες κοντά στο Μπουνάρμπασι, ενώ από άλλους 5.000 αιχμαλώτους σκότωσαν τους 1.000 περίπου, ανατολικά του Μπουρνόβα, κι άλλοι τόσοι φθάνοντας στη Μαγνησία.

Όμοια περιστατικά υπήρξαν και σ’ άλλες πόλεις της Μ.Ασίας, εκτοπίσθηκαν γυναικόπαιδα στην Κιουτάχεια, στο Ουσάκ, στο Εσκί Σεχίρ, στη Νικομήδεια κ.λπ., ενώ και σ’ άλλες πόλεις είχαν δημιουργηθεί στρατόπεδα αιχμαλώτων, όπως στο Τάλας της Καισάρειας, στο χωριό Κουπλιά, στα περίχωρα της Νικομήδειας (Ισμίτ), στο Αφιόν Καραχισάρ, στην Άγκυρα, στο Κίρ Σεχίρ κ.λπ. Από περιγραφές αιχμαλώτων πληροφορούμεθα τις απάνθρωπες συνθήκες, το σύνολο εκείνων που σώθηκαν και επέστρεψαν πολύ αργότερα στην Ελλάδα. Πάντως, μόνο λίγοι απ’ αυτούς επέζησαν και σύμφωνα με τον Πεντζόπουλο (την πληροφορία αντλεί από τον C.A.Macartney), μόνον 15.000 επέστρεψαν στο ελληνικό έδαφος.

Ο διωγμός του Ποντιακού Ελληνισμού


Αφού είχε ήδη καταρρεύσει το μικρασιατικό μέτωπο, χωρίς καμμία προειδοποίηση εκδιώχθηκαν και οι Έλληνες του Πόντου, χωρίς να τους επιτρέψουν να πάρουν τίποτε, παρά μόνον μερικά προσωπικά είδη. Κάποιοι έφθαναν με βάρκες σε λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, αφού είχαν πληρώσει μεγάλα ποσά σε Τούρκους λεμβούχους, προσπαθώντας να πλησιάσουν πλοία, που μέσω Κωνσταντινούπολης θα έφθαναν στην Ελλάδα. Άλλοι πάλι Πόντιοι, χωρίς χρήματα κατέφθαναν στην Κωνσταντινούπολη πεζοί. Έτσι, αποφασίστηκε, μετά από συμφωνία με τους συμμάχους (διότι δεν υπήρχαν επίσημες ελληνικές αρχές στην Πόλη), να στείλουν αντιπρόσωπο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, με σκοπό να περιθάλψει τους πρόσφυγες του Πόντου, αλλά και να ναυλώσει τα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα. Ο Α. Πάλλης ήταν εκείνος που του ανατέθηκε η αποστολή και αναφέρει: «Είναι αδύνατο να σας περιγράψω τις συνθήκες υπό τις οποίες κατέφθαναν στην Πόλη οι εκ Πόντου πρόσφυγες, στιβαγμένοι κατά χιλιάδες μέσα σε ακάθαρτα βαπόρια της τουρκικής ακτοπλοΐας. Πολλοί εξ αυτών είχαν προσβληθεί από εξανθηματικό τύφο και βλογιά, οι δε τουρκικές αρχές δεν είχαν λάβει κανένα μέτρο για να απομονώσουν τους αρρώστους από υγιείς». Αυτό συνέβαινε, διότι υπήρχε αδιαφορία των συμμαχικών στρατιωτικών αρχών στην Πόλη και στέγαζαν τους ανθρώπους σε επιταγμένα ελληνικά σχολεία, διατρέχοντας ασφαλώς τον κίνδυνο της μετάδοσης ασθενειών στον ντόπιο πληθυσμό και στο στρατό.

Ο αρχηγός των Συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής C.Harington, μετά από κοπιαστικές ενέργειες, παραχώρησε έναν μεγάλο στρατώνα, του Σελιμέ στο Σκούταρι (ασιατική όχθη), όπου τοποθέτησαν τους πρόσφυγες σε αυστηρή απομόνωση μέχρι την επιβίβασή τους στα πλοία. Ο στρατώνας αυτός, αλλά και τα παραπήγματα του Αγίου Στεφάνου ήταν ο τόπος φιλοξενίας πάνω από 15.000 Ποντίων προσφύγων. Για την ανακούφισή τους βοήθησαν οι ελληνικές κοινότητες της Κωνσταντινούπολης και αμερικανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως η American Near East Relief. Από το σύνολο των 400.000 προσφύγων του Πόντου που κατέφυγαν στην Ελλάδα, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1923 είχαν μεταφερθεί οι μισοί περίπου.

Η στάση των ευρωπαϊκών Δυνάμεων και των Η.Π.Α.

Το μόνο που έδειξαν ήταν η αδιαφορία προσφοράς βοήθειας στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας στην καταστροφή που υπέστη, αλλά και μερικές φορές κρατούσαν εχθρική στάση, εξαπολύοντας ψεύδη και επιδεικνύοντας τον απάνθρωπο κυνισμό τους. Μερικά παραδείγματα:

Ο Franklin Bouillon, Γάλλος, σχετικά με το ολοκαύτωμα της Σμύρνης είπε ότι «οι Έλληνες πυρπόλησαν τη Σμύρνη». Πολλοί εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών δυνάμεων, φανερώνουν τον κυνισμό τους, όπως στην αναφορά ενός συμβάντος από τον Horton, Αμερικανού πρόξενου στη Σμύρνη, «ευφυολογώντας» έλεγε «η ατμάκατός με την οποία ερχόμουν από το γαλλικόν πολεμικόν προσέκρουε, συνεχώς, εις επιπλέοντα πτώματα Ελληνίδων», ενώ σε άλλο σημείο λέει «Η πυρπόλησις της Σμύρνης και η σφαγή και κακοποίησις του πληθυσμού κατέστη δυνατή κατά το σωτήριον έτος του 1922 εκ των ανταγωνισμών και των αντιτιθεμένων εμπορικών συμφερόντων μερικών χριστιανικών δυνάμεων και της παρασχεθείσης υπό τινων εξ αυτών ηθικής και υλικής βοηθείας εις τους Τούρκους. Οι Τούρκοι διέπραξαν τας φοβεράς των πράξεις εν τη πεποιθήσει ότι δεν θα εύρισκον αντίδρασιν ή επίκρισιν από μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών. Έφθασαν δε να πιστεύουν τούτο χάρις εις μίαν έντονον προπαγάνδαν διεξαγόμενην εις τον αμερικανικόν τύπον υπό μερικών που επεδίωκαν ν’ αποκτήσουν παραχωρήσεις από μέρους των Τούρκων και υπό ενδιαφερομένων συγγραφέων. Καμμία ακόμη γλαδστώνειος δεν υψώθη φωνή, από οιανδήποτε αμερικανικήν πηγήν, μολονότι οι Τούρκοι υπερέβησαν εαυτούς εις τας θηριωδίας των. Η απόκρυψις παρομοίων γεγονότων, ως τα ιστορηθέντα εις τα προηγηθέντα, ή παρερμηνεία αποκαλύπτει χαμηλόν αίσθημα ηθικής αντιλήψεως, συνεπές προς το πνεύμα της εμπορικής μας εποχής».
Εξάλλου, αξιοπρόσεκτη είναι και η στάση γαλλικών δυνάμεων στα Μουδανιά, που πρώτα. αφόπλιζαν τους Έλληνες στρατιώτες και μετά τους παρέδιδαν στους Τούρκους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α΄ πατώντας τον σύνδεσμο 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερος Ελληνισμός από 1913 ως 1941, Τόμος ΙΕ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον