Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

ΣΗΜΕΡΑ: Οι 318 ΠΑΤΕΡΕΣ και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

Γράφει η Ελένη Δραμπάλα

ΣΗΜΕΡΑ των 318 Πατέρων: Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας

 Η έκτη Κυριακή μετά το Άγιο Πάσχα είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία στην μνήμη των 318 Πατέρων, οι οποίοι συμμετείχαν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 325 μ.Χ. και κατά το εικοστό έτος της βασιλείας του Μ.Κωνσταντίνου. Οι μορφές που διακρίθηκαν στην Σύνοδο ήταν: Αλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως, Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, Μέγας Αθανάσιος, Ευστάθιος Αντιοχείας, Μακάριος Ιεροσολύμων, Παφνούτιος, Σπυρίδων, Νικόλαος και άλλοι μεγάλοι Άγιοι Πατέρες.




Τα αίτια Σύγκλησης της Συνόδου

Η Σύνοδος της Νικαίας το 325 μ.Χ. υπήρξε η πρώτη με οικουμενική πράγματι έκταση, παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή από τις δυτικές επαρχίες δεν ήταν τόσο καθολική όσο από τις ανατολικές.

Με τον όρο «Οικουμενική» Σύνοδος βεβαιώνεται η αυθεντική σχέση όλων των τοπικών παραδόσεων προς την κοινή αποστολική παράδοση και πίστη της Εκκλησίας. Υπό την έννοια αυτή, η σύγκληση μίας Οικουμενικής Συνόδου ήταν πάντοτε αυτονόητη έκφραση της συνοδικής συνείδησης της Εκκλησίας, έστω κι αν η σύγκλησή της δεν ήταν πάντοτε δυνατή στον ιστορικό της βίο. Και, βέβαια, είχε γίνει αποδεκτό ότι η σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου απόν τον Μ.Κωνσταντίνο, ήταν, όχι μία καινοφανής θεσμική εκτροπή του συνοδικού συστήματος, η οποία επιβλήθηκε εκ των έξω στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά μία αυθεντική έκφραση της συνοδικής συνειδήσεώς της, γι’ αυτί και δεν εξέπληξε κανένα από τα μέλη της. Άλλωστε, η σύγκλησή της υπήρξε το αποτέλεσμα της αδυναμίας επίλυσης του γενικότερου προβλήματος του αρειανισμού με τη σύγκληση μία ή και περισσοτέρων τοπικών συνόδων, ενώ δεν πρέπει να παραθεωρείται το γεγονός ότι η πρώτη σκέψη, ήταν η σύγκληση μιάς «Μεγάλης Ιερατικής Συνόδου», μόνο των επισκόπων της Ανατολής στην Άγκυρα της Γαλατίας. Κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας, η σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου κατέστη αναγκαία μετά την αποτυχία της ειρηνευτικής αποστολής στην Αλεξάνδρεια του Οσίου Κορδούης, ο δε Μ.Κωνσταντίνος «τήν ἑαυτοῦ διάνοιαν ἀνακινήσας, ἄλλον τουτονί καταγωνιεῖσθαι ἔφη τόν κατά τοῦ ταράττοντος τήν Ἐκκλησίαν ἀφανοῦς ἐχθροῦ πόλεμον» (Βίος Κωνσταντίνου, ΙΙΙ, 5). Ανάλογα κίνητρα αποδίδει στον Μ.Κωνσταντίνο και ο Θεοδώρητος, ο οποίος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας «ἐπειδή τῆς ἐλπίδος ἐψεύσθη, τήν πολυθρύλητον ἐκείνην εἰς τήν Νικαέων συνήγειρε σύνοδον» (Εκκλ. Ιστορία, Ι,6). Ο Σωζομενός παρέχει ανάλογη περιγραφή των αιτίων της σύγκλησης της Συνόδου. Ο Μ.Κωνσταντίνος μετά τις διαπιστώσεις του Οσίου Κορδούης, ότι «παρ’ ἐλπίδας ἐχώρει τό πρᾶγμα καί κρείττων ἦν διαλλαγῶν ἡ ἔρις, ἄπρακτός τε ἐπανῃει ὁ τήν εἰρήνην βραβεῦσαι ἀπεσταλμένος, συνεκάλεσε σύνοδον εἰς Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας καί πανταχῇ τοῖς προεστῶσι τῶν ἐκκλησιῶν ἔγραψεν εἰς ρητήν ἡμέραν παρεῖναι» (Εκκλ. Ιστορία, Ι, 16). Τη σύνδεση της συγκλήσεως της Συνόδου με την πρωτοβουλία του Μ.Κωνσταντίνου, προβάλλουν όλοι οι μεταγενέστεροι εκκλησιαστικοί ιστορικοί (Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, Ι8, Φιλοστοργίου, Εκκλ. Ιστορία, Ι,7, Ρουφίνου, Hist. Eccl., Ι,1, Γελασίου Εκκλ. Ιστορία, ΙΙ,5 κ.ά.). Σύμφωνα, όμως, με μαρτυρία της ΣΤ΄ Οικουμενικής συνόδου (680-681), «Κωνσταντῖνος ὁ ἀεισέβαστος καί Σίλβεστρος ὁ ἀοίδιμος τήν ἐν Νικαίᾳ μεγάλην τε και περίβλεπτον συνέλεγον σύνοδον» (Mansi, XI, 661). Η μαρτυρία αυτή χρησιμοποιήθηκε για να αποδειχθεί η σύγκληση της Συνόδου από τον Μ.Κωνσταντίνο, μετά από προηγούμενη συναίνεση του πάπα Σιλβέστρου και να υποστηριχθεί η μεταγενέστερη θεωρία, κατά την οποία η σύγκληση μιάς Οικουμενικής Συνόδου ήταν αποκλειστικό δικαίωμα του πάπα Ρώμης[1].


Η σύγκληση, επομένως, της «μεγάλης» Συνόδου είχε ήδη αποφασισθεί από τον Μ.Κωνσταντίνο και απλώς ανακοινώθηκε στη σύνοδο της Αντιοχείας από τον Όσιο Κορδούης και, υπό το πνεύμα αυτό, ερμηνεύεται και η βεβαιότητα των μελών της για τη σύγκληση στην Άγκυρα μιάς «μεγάλης και ιερατικής συνόδου», προς την οποία παρέπεμψαν και το ζήτημα των τριών διαφωνησάντων επισκόπων. Η διεύρυνση της Συνόδου των επισκόπων της Ανατολής με την εκπροσώπηση και των επισκόπων της Δύσης, καθιστούσε πλέον αναγκαία και τη μετάθεση του τόπου συγκλήσεως της Συνόδου. Ο Ευσέβιος αναφέρει (Βίος Κωνσταντίνου, ΙΙΙ, 6-7) ότι ο Μ.Κωνσταντίνος «ὥσπερ ἐπιστρατεύων αὐτῷ φάλαγγα Θεοῦ, σύνοδον οἰκουμενικήν συνεκρότει, σπεύδειν ἁπανταχόθεν τούς ἐπισκόπους γράμμασι τιμητικοῖς προσκαλούμενος», παραλληλίζει δε την πρωτοβουλία του προς τη σύγκληση της αποστολικής συνόδου. Το κείμενο της κοινοποίησης προς τους επισκόπους της νέας απόφασης του Μ.Κωνσταντίνου διασώθηκε σε συριακή μετάφραση και μεταφέρθηκε στην ελληνική από τον E.Schwartz (ἔνθ’ ἀν., VI, 1905μ 289-290): «... Ἐπεί δέ τήν τῶν ἐπισκόπων σύνοδον ἐν Ἀγκύρᾳ τῆς Γαλατίας γενέσθαι πρότερον συνεφωνήθη, νῦν πολλῶν ἕνεκα καλόν εἶναι ἔδοξεν, ἵνα ἐν τῇ τῆς Νικαίας πόλει συναχθῇ, διότι τε οἱ ἐκ τῆς Ἰταλίας καί τῶν λοιπῶν τῆς Εὐρώπης μερῶν ἔρχονται ἐπίσκοποι καί διά τήν καλήν τοῦ ἀέρος κρᾶσιν, ἔτι δέ καί ἵν’ ἐγω ἐγγύθεν θεατής ᾧ καί κοινωνός τῶν γενησομένων ...».

Ο λόγος που ο Μ.Κωνσταντίνος αποφάσισε τη σύγκληση της Συνόδου στη Νίκαια Βιθυνίας

Η Νίκαια εξασφάλιζε όχι μόνο την ευχερέστερη πρόσβαση των επισκόπων της Δύσης ή της Αιγύπτου, αλλά και την άμεση παρακολούθηση των εργασιών της Συνόδου από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος διέμενε στη γνωστή από τα παιδικά του χρόνια πρωτεύουσα της Βιθυνίας, Νικομήδεια. Η ταχύτερη διακίνηση των επισκόπων προς τη Νίκαια της Βιθυνίας διευκολύνθηκε από την εντολή του Μ.Κωνσταντίνου να χρησιμοποιηθούν όλα τα δημόσια μέσα και σύμφωνα με τον Ευσέβιο (Βίος Κωνσταντίνου, ΙΙΙ,6) «οὐκ ἦν ἁπλοῦν τό ἐπίταγμα, συνήργει δέ καί αὐτῇ πράξει τό βασιλέως νεῦμα, οἷς μέν ἐξουσίαν δημοσίου παρέχον δρόμου, οἷς δέ νωτοφόρων (= πλοίων) ὑπηρεσίας ἀφθόνους». Κατά τον Θεοδώρητο (Εκκλ. Ιστορία, Ι,6) ο αυτοκράτορας φρόντισε να αντιμετωπίσει κάθε λεπτομέρεια της διακινήσεως των επισκόπων, «δημοσίοις ὄνοις καί ἡμιόνοις καί ὀρεῦσι καί ἵπποις χρήσασθαι τούς ἐπισκόπους καί τούς σύν τούτοις ἀφικνουμένους παρεγγυήσας». Οι φροντίδες του αυτοκράτορα κάλυπταν όχι μόνο τη διακίνηση, αλλά και την δημιουργία όλων των αναγκαίων προϋποθέσεων για την άνετη διαμονή, διατροφή και διαβίωση μεγάλου αριθμού επισκόπων και συνοδών κληρικών, «πάσι δέ βασιλεύς ἐφ’ ἑκάστης ἡμέρας τά σιτηρέσια δαψιλῶς χορηγεῖσθαι διετέτακτο» (Ευσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου ΙΙΙ,8. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, Ι,8. Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία, Ι,6)[2].

Ο χώρος των συνεδριών της Συνόδου

Κατ’ αρχήν, η πρόσκληση του αυτοκράτορα όριζε ως ημερομηνία έναρξης των εργασιών της Συνόδου την 20 Μαΐου 325, ενώ ο χώρος των συνεδριών δεν αποσαφηνίζεται στις πηγές. Η αναφορά του Ευσέβιου είναι, αφ’ ενός μεν ότι «εἷς τ’ οἶκος εὐκτήριος, ὥσπερ ἐκ Θεοῦ πλατυνόμενος, ἔνδον ἐχώρει κατά τό αὐτό»  όλους τους επισκόπους (Βίος Κωνσταντίνου, ΙΙΙ,7), αφ’ ετέρου δε ότι η εναρκτήρια τουλάχιστον συνεδρία έγινε «ἐν αὐτῷ δή τῷ μεσαιτάτῳ οἴκῳ τῶν βασιλείων, ὅς δέ ὑπερφέρειν ἐδόκει μεγέθει τούς πάντας» (Βίος Κωνσταντίνου, ΙΙΙ,10). Υπονοεεί τη στενότητα του χώρου του ευκτηρίου οίκου. Ο Σωζομενός αναφέρει ότι οι επίσκοποι «συνῆλθον εἰς τά βασίλεια, καθότι καί τῷ κρατοῦντι ἐδέδοκτο κοινωνῆσαι αὐτοῖς τῆς βουλῆς» (Εκκλ. Ιστορία, Ι,19), ενώ ο Σωκράτης επαναλαμβάνει τη μαρτυρία του Ευσεβίου για τη συνεδρίαση της συνόδου στον ευκτήριον οίκον. Προφανώς, οι μεν προσυνοδικές συσκέψεις των επισκόπων, όπως και ορισμένες συσκέψεις κατά την περίοδο των εργασιών της Συνόδου, πραγματοποιήθηκαν στον ευκτήριον οίκον, ενώ οι τακτικές συνεδρίες της Συνόδου πρέπει να έγιναν στη μεγάλη αίθουσα του βασιλείου οίκου, η οποία είχε προετοιμασθεί κατάλληλα για να δεχθεί τον μεγάλο αριθμό των μελών της Συνόδου και των συμβούλων τους. Οι προκαταρκτικές συνεδρίες περατώθηκαν την 25η Αυγούστου του 325[3].

πεικόνιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου - Άγιον Όρος, Μεγίστη Λαύρα
Απεικόνιση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου - Άγιον Όρος, Μεγίστη Λαύρα
 Όπως είναι γνωστό, ο αυτοκράτορας Μ.Κωνσταντίνος συγκάλεσε τη Σύνοδο, για να αντιμετωπισθεί το μείζον πρόβλημα της διδασκαλίας του Αρείου (Βλ. Αρειανισμός ΕΔΩ), βλέποντας «ταραττομένην τήν Ἐκκλησίαν Σύνοδον οἰκουμενικήν συνεκρότει, τούς πανταχόθεν ἐπισκόπους διά γραμμάτων εἰς Νίκαιν τῆς Βιθυνίας ἀπαντῆσαι παρακαλῶν»[4]. Επίσης, ο Ευσέβειος Καισαρείας, με παραστατικό τρόπο ζωγράφισε τη σύναξη του πλήθους των επισκόπων, «Τῶν γοῦν Ἐκκλησιῶν ἁπασῶν, αἵ τήν Εὐρώπην ἅπασαν Λιβύην τε καί τήν Ἀσίαν ἐπλήρουν, ὁμοῦ συνῆκτο τῶν τοῦ Θεοῦ λειτουργῶν τά ἀκροθίνια, εἷς τ’ οἶκος εὐκτήριος ὥσπερ ἐκ Θεοῦ πλατυνόμενος ἔνδον ἐχώρει κατά τό αὐτό Σύρους ἅμα καί Κίλικας. Φοίνικάς τε καί Ἀραβίους καί Παλαιστινούς, καί ἐπί τούτοις Αἰγυπτίους, Θηβαίους, Λίβυας, τούς τ’ ἐκ μέσης τῶν ποταμῶν ὁρμωμένους· ἤδη καί Πέρσης ἐπίσκοπος τῇ Συνόδῳ παρῆν, οὐδέ Σκύθης ἀπελιμπάνετο τῆς χορείας. Πόντος τε καί Γαλατία, Καππαδοκία τε καί Ἀσία,Φρυγία τε καί Παμφυλία τούς παρ’ αὐτοῖς παρεῖχον ἐκκρίτους· ἀλλά καί Θρᾶκες καί Μακεδόνες, Ἀχαιοί τε καί Ἠπειρῶται, τούτων θ’ οἱ ἔτι προσωτέρω οἰκοῦντες ἀπήντων, αὐτῶν τε Σπάνων ὁ πάνυ βοώμενος εἷς ἦν τοῖς πολλοῖς ἅμα συνεδρεύων.Τῆς δέ γε βασιλευούσης πόλεως ὁ μέν προεστώς ὑστέρει διά γῆρας, πρεσβύτεροι δ’ αὐτοῦ παρόντες τήν αὐτοῦ τάξιν ἐπλήρουν»[5].

Οι εργασίες της Συνόδου της Νικαίας άρχισαν την 14η Ιουνίου και διήρκεσαν μέχρι την 25η Αυγούστου του 325, ενώ προηγουμένως, από την 20ή Μαΐου, έγιναν διαβουλεύσεις και  προκαταρκτικές συνεδρίες για καλύτερη προετοιμασία της Συνόδου[6]. Η Σύνοδος έλαβε χώρα «ἐν τῷ μεσαιτάτῳ οἴκῳ τῶν βασιλείων», όπου είχαν τοποθετηθεί «βάθρα ... ἐφ’ ἑκατέρας τοῦ οἴκου πλευρᾶς», ώστε καθένας από τους προσκεκλημένους «τήν προσήκουσαν ἕδραν ἀπελάμβανεν»[7]. Βεβαίως, στη Σύνοδο παρευρέθηκε και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ενώ ο Ευσέβιος μας παραδίδει, τον «πραείᾳ φωνῇ» εκφωνηθέντα λόγο του αυτοκράτορα, το ενδιαφέρον του οποίου εστιάζεται σε «εἰρηνική συμφωνία».

Πρακτικά της Συνόδου δεν έχουν διασωθεί, εκτός από το τμήμα εκείνο που περιλαμβάνει το Σύμβολο και τους κανόνες της Συνόδου. Η άποψη ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά είναι αβάσιμη, αφού για μικρότερες Συνόδους τηρούνταν και αφού ήταν παρών ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Η άποψη του Π.Κ.Χρήστου είναι ότι πιθανώτατα τα πρακτικά τηρήθηκαν από ειδική αυτοκρατορική υπηρεσία για να ελέγχονται από τον Κωνσταντίνο, ο οποίος δημοσίευσε μόνο το Σύμβολο και τους κανόνες. Επομένως, τα πρακτικά που δεν δημοσιεύθηκαν, για να μην εκτεθούν πρόσωπα και για να διευκολυνθεί η συμβιβαστική πολιτική, κάπου στη συνέχεια χάθηκαν. Ο Μέγας Αθανάσιος, που μετείχε της Συνόδου, μας παρέχει πληροφορίες στο έργο του «Περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου», για τα γενόμενα και μάλιστα για την θεολογία της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου[8].

Αποφάσεις της Συνόδου και το Σύμβολο Πίστεως

Βασικός στόχος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου υπήρξε κυρίως η αναζήτηση λύσεων σ’ όλα τα προβλήματα της εκκλησίας της Αλεξανδρείας (αρειανισμός, μελιτιανό σχίσμα, κολλουθιανό σχίσμα), τα οποία αν και είχαν αντιμετωπισθεί με αποφάσεις τοπικών συνόδων της Αλεξανδρείας, όμως απασχολούσαν την Εκκλησία της Ανατολής και απειλούσαν την ενότητα της ανά την οικουμένη Εκκλησία στην ορθή πίστη και στην αγάπη. Η περιορισμένη απήχηση του αρειανισμού στην Αίγυπτο, αφού από τους πάνω από 100 επισκόπους της, μόνο δύο υποστήριξαν τον Άρειο, δεν μείωσε την απειλή της αίρεσης, η οποία υποστηρίχθηκε από τους λουκιανιστές και ωριγενιστές επισκόπους της Ανατολής, των οποίων ηγέτες ήταν ο Ευσέβιος Νικομηδείας και ο Ευσέβιος Καισαρείας. Υπ’ αυτήν την έννοια, η βαρύτητα των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου αποδόθηκε κυρίως στο ζήτημα του αρειανισμού.

Οι αποφάσεις της Συνόδου εκφράστηκαν με την συνοπτική εικόνα των Ιερών Κανόνων, υποδηλώνοντας την εξαιρετική σπουδαιότητά τους για τη ζωή της Εκκλησίας στη νέα πλέον προοπτική του Δ΄ αιώνα. Έτσι:

α΄ Κανών: Καταδικάζει την συνήθεια του οικειοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει στους ευνουχιζομένους την χειροτονία.
β΄ Κανών: Απαγορεύει την χειροτονία νεοφύτων στην πίστη.
γ΄ Κανών: Καταδικάζει την συνήθεια κληρικών να έχουν συνεισάκτους.
δ΄ και ε΄ Κανόνες: Εισάγουν το μητροπολιτικό σύστημα στην εκκλησιαστική διοίκηση και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία και κρίση των επισκόπων.
στ΄ Κανών: Αναγνωρίζει κατ’ εξαίρεσιν το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του θρόνου της Αλεξανδρείας στην Αίγυπτο, Λιβύη και Πεντάπολη ...
ζ΄ Κανών: Ορίζει την ισχύ του μητροπολιτικού συστήματος και στην επαρχία Παλαιστίνης, αλλά και επικυρώνει την αρχαία συνήθεια και παράδοση περί της εξαιρετικής τιμής του Ιεροσολύμων.
η΄ Κανών: Καθορίζει τον τρόπο άρσης των δυσχερειών για την επιστροφή των Καθαρών στην ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας και αναφέρεται στους Μελιτιανούς της Αιγύπτου, οι οποίοι καλούσαν τους εαυτούς τους Καθαρούς.
θ΄ Κανών: Αναφέρεται στη συνήθη περίπτωση ανεξετάστου χειροτονίας πρεσβυτέρων και την καταδικάζει.
ι΄ Κανών: Καταδικάζει ωσαύτως την συνήθη κατά την εν λόγω εποχή χειροτονία πεπτωκότων, ενώ οι
ια΄ και ιβ΄ Κανόνες: Καθορίζουν την μετάνοια των πεπτωκότων και την φιλανθρωπία της Εκκλησίας.
ιγ΄ Κανών: Δέχεται, όπως παρέχεται η θεία κοινωνία στην επιθανάτια κλίνη και ορίζει να φυλάσσεται και ο παλαιός και ο νέος κανόνας.
ιδ΄ Κανών: Καθορίζει την μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
ιε΄ και ιστ΄ Κανόνες: Καταδικάζουν την επιδίωξη των κληρικών, όπως μετατεθούν σε άλλες εκκλησίες και αναφέρονται στις συνήθεις καταχρήσεις της εν λόγω αρχής.
ιζ΄ Κανών: Καταδικάζει την διά του τοκισμού πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών.
ιη΄ Κανών: Απαγορεύει στους διακόνους το μεταδίδειν και άπτεσθαι την θεία ευχαριστία.
κ΄ Κανών: Καθορίζει την αναβάπτιση και την αναχειροτονία των επιστρεφόντων «παυλιανισάντων».
κα΄ Κανών: Απαγορεύει την γονυκλισία κατά την Κυριακή και την ημέρα της Πεντηκοστής.

Επίσης, η Σύνοδος επιλήφθηκε του θέματος του κοινού εορτασμού του Πάσχα, για την εξάλειψη των υπολειμμάτων των τεσσαρεσκαιδεκατιτών της Μ.Ασίας, κατέληξε δε σε μία κοινή συμφωνία, την οποία ανακοίνωσε με επιστολή της στις κατά τόπους Εκκλησίες.

Η σημαντικότερη, όμως, προσφορά της Συνόδου, ήταν το Σύμβολο της Νικαίας, που κατά βάση ήταν ένα σύντομο κείμενο βαπτιστηρίου συμβόλου, το οποίο προσαρμόσθηκε στην ειδικότερη θεολογική προβληματική του αρειανισμού, με ελάχιστες δυνατές τροποποιήσεις[9].   

Με το Σύμβολο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, έκλεισε ο πρώτος κύκλος της διαμάχης με τον Αρειανισμό, που όμως υπήρξε αποφασιστικής σημασίας. Το Σύμβολο της Νικαίας, η πίστη της Νικαίας, όπως επεκράτησε να λέγεται από τους Πατέρες (318 και πλέον που συμμετείχαν στην Σύνοδο) σήμανε τη νίκη της Εκκλησίας έναντι της πρώτης αυτής προσπάθειας εκλογίκευσης του μυστηρίου της χριστιανικής πίστης. Η νίκη της Συνόδου της Νικαίας κατά του Αρειανισμού, δεν υπήρξε απλώς αποτέλεσμα της διαλεκτικής υπεροχής των Πατέρων της Νικαίας έναντι των αντιπάλων τους, αλλά σήμανε παράλληλα τη νίκη του ευαγγελικού μηνύματος έναντι μιάς, ασυνείδητα, υπαρκτής τάσης υποταγής της χριστιανικής θεολογίας στην ελληνική νοοτροπία και τη φιλοσοφική προσέγγιση των θείων πραγμάτων. Υπό αυτήν την έννοια, το Σύμβολο της Νικαίας αναγνωρίσθηκε απ’ όλη την εκκλησιαστική συνείδηση ως «πίστις θεοδίδακτος»[10].

 Απολυτίκιον Αναστάσιμον. Ήχος πλ. β’.
Αγγελικαί Δυνάμεις επί το μνήμα σου, και οι φυλάσσοντες απενεκρώθησαν, και ίστατο Μαρία εν τω τάφω ζητούσα το Άχραντόν σου Σώμα, εσκύλευσας τον Άδην, μη πειρασθείς υπ’ αυτού, υπήντησας τη Παρθένω, δωρούμενος την ζωήν. Ο Αναστάς εκ των νεκρών, Κύριε δόξα σοι.

Των Πατέρων. Ήχος πλ. δ’.Υπερδεδοξασμένος ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης, τους Πατέρας ημών θεμελιώσας, και δι’ αυτών, προς την αληθινήν πίστιν πάντας ημώς οδηγήσα, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Και το της Εορτής. Ήχος δ’.Ανελήφθης εν δόξη Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους Μαθητάς, τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αυτών διά της ευλογίας, ότι συ ει ο Υιός του Θεού, ο Λυτρωτής του κόσμου.

Κοντάκιον.Των Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν, η και χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν εκ της άνω θεολογίας, ορθοτομεί και δοξάζει, της ευσεβείας το μέγα μυστήριον.

Και το της Εορτής. Ήχος πλ. β’. Αυτόμελον.Την υπέρ ημών, πληρώσας οικονομίαν, και τα επί γης, ενώσας τοις ουρανίοις, ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, ουδαμόθεν χωριζόμενος, αλλά μένων αδιάστατος, και βοών τοις αγαπώσι σε. Εγώ ειμί μεθ’ υμών, και ουδείς καθ’ υμών.

Μεγαλυνάριον.Ως Υιόν και Λόγον σε του Θεού, Σύνοδος η Πρώτη, ομοούσιον τω Πατρί, ορθώς σε κηρύττει, τον δι’ ημάς παθόντα, και λύει του Αρείου, Σώτερ το φρύαγμα.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


[1] Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, έκδ. Γ΄, Αθήνα 2002, σ.σ. 420-421.
[2]  Βλ. ό.π., σ.σ. 422-424.
[3]  Βλ. ό.π., σελ. 424.
[4]  Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 1,8.
[5]  Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου βασιλέως, 3,7.
[6]  Ο ιστορικός Σωκράτης, αναφερόμενος στον χρόνο σύγκλησης της Συνόδου, σημειώνει: «Καί ὁ χρόνος δέ τῆς Συνόδου, ὡς ἐν παρασημειώσεσιν εὕρομεν, ὑπατείας Παυλίνου καί Ἰουλιανοῦ, τῇ εἰκάδι τοῦ Μαΐου μηνός· τοῦτο δέ ἦν ἑξακοσιοστόν τριακοστόν ἕκτον ἔτος, ἀπό τῆς Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος βασιλείας». Εκκλησιαστική Ιστορία, 1,13.
[7] Ευσεβίου, Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου βασιλέως, 3,10.
[8] Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, Τόμος 2ος, Αθήνα 2004, σ.σ. 281-282.
[9]  Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, έκδ. Γ΄, Αθήνα 2002, σ.σ. 456-458.
[10] Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, Τόμος 2ος, Αθήνα 2004, σελ. 322.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον