Κυριακή 13 Απριλίου 2014

«Φαναριώτες»: Η νέα τάξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ως φορείς διοικητικής και πολιτικής εξουσίας

«Φαναριώτες»: Η νέα τάξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ως φορείς διοικητικής και πολιτικής εξουσίας


Σε μια γειτονιά στο Φανάρι!

Γράφει η Ελένη Δραμπάλα

Στην ελληνική κοινωνία, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (1453), προκλήθηκε τεράστια αναστάτωση, ενώ βαθμιαία εξαφανιζόταν και η αριστοκρατία της Βασιλεύουσας. Τότε άρχισε να εμφανίζεται στις νέες συνθήκες μία νέα τάξη οικονομικά εύρωστη, την οποία αποτελούσαν Έλληνες έμποροι της Τραπεζούντας, της Καραμανίας και των νήσων του Αιγαίου, και οι οποίοι εγκατέστησαν ως έδρα των εργασιών τους την Κωνσταντινούπολη, αντιμετωπίζοντας βέβαια τον εμπορικό ανταγωνισμό των Εβραίων, Συρίων και Αρμενίων, αλλά όχι και του κατακτητή, ο οποίος ήταν αδιάφορος για το εμπόριο.

Περί τα τέλη του 17ου αιώνα, φάνηκε η επίδοση των Ελλήνων στη ναυτιλία και η επιβολή τους στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου ήταν πλέον εμφανής. Η παραδοσιακή δυτική αριστοκρατία περιφρονούσε τις τάξεις των εμπορευόμενων, ενώ στη μουσουλμανική Ανατολή γόνοι των οικονομικά ισχυρών εύρισκαν μία θέση στους κόλπους της ιθύνουσας τάξης κι έτσι σχηματίστηκε η νέα ελληνική αριστοκρατία στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της οικονομικής δύναμης της τάξης των εμπόρων αλλά και της κοινωνικής αίγλης.

Το οικουμενικό πατριαρχείο απετέλεσε πόλο συσπείρωσης εκείνης της μεταβυζαντινής ελληνικής κοινωνίας και διακρίθηκαν νησιώτες έμποροι, ιδίως Χιώτες, οι οποίοι ήλθαν στην Κωνσταντινούπολη μετά την κατάληψη της νήσου από τους Οθωμανούς το 1566. Η ανώτατη αρχή του Γένους, το Πατριαρχείο, εγκαταστάθηκε στη συνοικία του Φαναρίου το 1601 και κατά περί τον 18ο αιώνα οικοδομήθηκαν ευρύχωρα αρχοντικά, τα οποία στέγασαν τη νέα τάξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η ιθύνουσα τάξη, είναι η τάξη των αποκαλούμενων αναριωτών"

Ο ρόλος του πατριαρχείου δεν ήταν μόνο θρησκευτικός, αλλά, μέχρις ενός σημείου, αποτελούσε και την πολιτική ηγεσία των υποδούλων, οπότε οι Φαναριώτες, προκειμένου να το προσεταιρισθούν, πλαισιώθηκαν σ’ αυτό κι έτσι πέτυχαν την τοποθέτηση των παιδιών τους σε υψηλές θέσεις της πατριαρχικής αυλής, με αποτέλεσμα, συν τω χρόνω, αρκετά από τα υψηλά αξιώματα της Ορθοδοξίας να περιέλθουν στους Φαναριώτες, ενώ από τα τέλη του 17ου αιώνα ήλεγχαν την κεντρική οργάνωση της Εκκλησίας, χωρίς να επιδιώξουν ως κληρικοί την διεκδίκηση θέσεων επισκόπων ή πατριαρχών.

Αυτή  η αμοιβαία εξάρτηση ήταν πολύτιμη, αφ’ ενός μεν για τους Φαναριώτες που χρειάζονταν το πνευματικό κύρος της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε για την Εκκλησία που χρειαζόταν την πολιτική και οικονομική συμπαράσταση των Φαναριωτών, προκειμένου να ανταπεξέλθει στα άπειρα προβλήματα.
Η μεγαλύτερη δύναμη των Φαναριωτών ήταν η διπλωματία, δηλ. διέθεταν την ικανότητα μεσολάβησης στην Υψηλή Πύλη για την εισήγηση αιτημάτων των συμπατριωτών τους, αλλά και την αποτροπή επιβολής κυρώσεων στους υποδούλους. Αυτό είχε ως αντάλλαγμα τις υπηρεσίες τους στον σουλτάνο, οι οποίες συνίσταντο στην ύπαρξη μόνιμων διερμηνέων. Οι διερμηνείς εκείνοι έπρεπε να είναι αλλόθρησκοι, διότι ο τουρκικός νόμος απαγόρευε στους Οθωμανούς να ομιλούν γλώσσες που ομιλούσαν οι «άπιστοι». Ως υπάλληλοι της Υψηλής Πύλης, μετέφραζαν αναφορές ξένων Πρεσβειών, τις απαντήσεις των σουλτάνων, παρακολουθούσαν συνεντεύξεις μεταξύ του μεγάλου βεζίρη και ξένων πρεσβευτών, διενεργούσαν αποστολές σε ευρωπαϊκές αυλές αντιπροσωπεύοντας τον σουλτάνο και, τέλος, έπαιρναν μέρος στις διαπραγματεύσεις. Ως πρώτοι διερμηνείς της Πύλης ήταν Εβραίοι και Λατίνοι εξωμότες, αλλά μετά το μισό του 17ου αιώνα υπήρχαν και Έλληνες.

Ο πρώτος Έλληνας που έγινε μεγάλος διερμηνέας (δραγομάνος) της Πύλης ήταν ο Παναγιώτης Νικούσιος ή Παναγιωτάκης Νικούσης (1613-1673) από την Τραπεζούντα, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Πάδοβα ιατρική, μαθηματικά, αστρονομία, τις δυτικές γλώσσες, την τουρκική, αραβική και περσική. Λόγω των μεγάλων πνευματικών του προσόντων διορίσθηκε αρχικά διερμηνέας της αυστριακής πρεσβείας και αργότερα της Πύλης, διατηρώντας τις θέσεις του αυτές μέχρι τον θάνατό του.

Στο αξίωμα του μεγάλου διερμηνέως της Πύλης τον διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, του οποίου ο πατέρας κατήγετο από την Χίο και η μητέρα του από την Κωνσταντινούπολη. Ακολούθησε, όπως και ο προκάτοχός του, το ρεύμα των νέων πλουσίων Ελλήνων της εποχής. Μετά το πέρας των εγκύκλιων σπουδών του στην Κωνσταντινούπολη, πήγε στη Ρώμη στο Κολλέγιο Greco όπου παρακολούθησε θεολογία, γραμματική και φιλοσοφία, και μετέπειτα το 1660 βρέθηκε στην Πάδοβα και Μπολόνια παρακολουθώντας φιλοσοφία και ιατρική. Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα, λόγω της επαγγελματικής του ικανότητας και της φιλοσοφικής του κατάρτισης, το πατριαρχείο του απέδωσε τον τίτλο του μεγάλου ρήτορα και τον έκανε διδάσκαλο στην Πατριαρχική Σχολή.

Η φιλοδοξία του για κοινωνική άνοδο ήταν πολύ μεγάλη κι έτσι διδάχθηκε τις ανατολικές γλώσσες, προκειμένου να φθάσει στο αξίωμα του μεγάλου διερμηνέως το 1673 διαδεχόμενος τον Νικούση και προσφέροντας τις υπηρεσίες του στο τουρκικό κράτος. Λόγω της επιρροής του κατόρθωσε και απέσπασε άδειες ίδρυσης ελληνικών σχολείων, ενώ διευκόλυνε την ίδρυση νέων εκκλησιών, αλλά και εξασφάλισε τη μεταβίβαση ιερών τόπων στα Ιεροσόλυμα από τους Λατίνους στους Ορθοδόξους. Υπήρξε το πρότυπο για τους μετέπειτα Φαναριώτες. Η πολιτική θεωρία του για προσαρμογή, ότι δηλ. η συνεργασία με τον κατακτητή όταν ασκείται με κατάλληλο τρόπο, μπορεί ν’ αποδώσει καρπούς και ν’ ανακουφίσει το Γένος, θεωρήθηκε αργότερα από τους επαναστατημένους Έλληνες ως σχετλιαστικά «φαναριωτική», ενώ ο ίδιος στο βιβλίο του «Φροντίσματα» εξέθετε εκείνες τις ιδέες. Οι αντιλήψεις του αναφορικά με την θρησκεία ήταν «προοδευτικές», δηλ. συνιστούσε αμοιβαία ανοχή στις σχέσεις ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, μετριοπάθεια και αποζητούσε την ένωση.

Μετά τον Μαυροκορδάτο, την μεγάλη διερμηνεία ανελάμβαναν Έλληνες και συνοδεύετο από υλικές απολαβές και ορισμένα προνόμια. Μετά το 1701 δημιουργήθηκε το νέο μεγάλο αξίωμα του δραγομάνου του στόλου και οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να χρησιμοποιούν ορθοδόξους μεσολαβητές, τους δραγομάνους του στόλου, η παρουσία των οποίων ήταν ευεργετική για τους νησιώτες, διότι οι Φαναριώτες θέλοντας να βελτιώσουν τους όρους ζωής των συμπατριωτών τους, ίδρυαν και συντηρούσαν σχολεία, έκαναν δωρεές στις εκκλησίες και, εν γένει, το ενδιαφέρον τους ήταν ιδιαίτερα μεγάλο για την εύρυθμη διοίκηση και οργάνωση των νησιών.      

Οι Φαναριώτες διακρίθηκαν και ως ηγεμόνες, ενώ την ανάρρησή τους στον θρόνο δεν την εμπόδισαν οι Τούρκοι, μέσα στην εκκλησία του Πατριαρχείου, τονίζοντας τη βυζαντινή παράδοση με την λαμπρή τελετή. Ο ίδιος ο οικουμενικός Πατριάρχης έχριε τους ηγεμόνες όπως ακριβώς και τους αυτοκράτορες. Λόγω του μεγάλου αξιώματός τους, οι ηγεμόνες διόριζαν συγγενείς και φίλους σε θέσεις της αυλής, σπαθάριους, ποστελνίκους, χατμάνους κ.ά. Μερικοί, επίσης, κληρικοί, ιατροί, έμποροι που τους συνόδευαν ευνοούνταν και πετύχαιναν διάφορες θέσεις ή μεγάλα εμπορικά κέρδη από σιτηρά και ζώα, ενώ ανεφοδίαζαν τμήματα του τουρκικού στρατού με προϊόντα της Μολδαβίας και της Βλαχίας.

Η δράση, όμως, αυτή των Φαναριωτών ως ευνοούμενοι των ηγεμόνων, προκάλεσε αντιζηλία και όξυνση των παθών για την απόκτηση αξιωμάτων και πλούτου, σε τέτοιο βαθμό που κατέφευγαν σε μηχανορραφίες για την εξουδετέρωση των αντιπάλων. Η φαναριώτικη πλέον τάξη αποτελούσε μία ξεχωριστή κοινωνική ομάδα, με βασικό σκοπό τα κοινά συμφέροντα, ενώ δεν έλειπε η υπερηφάνεια για την καταγωγή τους από αρχοντικούς ή βασιλικούς οίκους (Παλαιολόγοι, Καντακουζηνοί, Κομνηνοί κ.ά.) και που ήταν οι εκλεκτοί του έθνους και η ηγετική τάξη, φιλοδοξώντας να διατηρήσουν στη ζωή την βυζαντινή παράδοση και τρέφοντας ελπίδες για την αναβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέσω της δικής τους ηγεσίας.

Η οίηση και η ματαιοδοξία τους οδήγησε να χάσουν τα συσσωρευμένα πλούτη και να αναγκάζονται να δανείζονται χρήματα με υψηλό τόκο από τους εμπόρους, οι δε υποχρεώσεις τους απέναντι στους Τούρκους μερικές φορές κλόνιζαν και κατέστρεφαν τις οικογένειες των Φαναριωτών. Άρχισαν να προκαλούν την αγανάκτηση του λαού, δημιουργώντας δυσμενή κοινή γνώμη για όλους τους Φαναριώτες. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η ελληνική παιδεία κατά τον 17ο και 18ο αιώνα υπήρξε η μοναδική ανώτερη παιδεία στην Βαλκανική χερσόνησο, ενώ μαζί με την Ορθοδοξία ήταν πλέον το κοινό αγαθό των υποδούλων λαών. Ο χαρακτήρας των ανώτερων ελληνικών σχολείων ήταν πανορθόδοξος και παμβαλκανικός, διότι σε αυτά φοιτούσαν, εκτός από τους Έλληνες, και Βλάχοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί, αλλά και Τούρκοι. 


Νικόλαος Μαυροκορδάτος
Τοιχογραφία στον Ορθόδοξο Ναό Σταυροπόλεως - Βουκουρέστι
Αξιομνημόνευτες προσωπικότητες, μορφωμένες και γλωσσομαθείς, υπήρξαν, ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος (γιός του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου), που ο σύγχρονός του Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης παρασιώπησε πολλά από τα έργα του, λόγω αντιζηλίας, αφού τον κατηγόρησε για δολιοφροσύνη απέναντι στους Τούρκους και για την επιβολή νέου φόρου, του ραμαζανιέ, τις εισπράξεις του οποίου ελάμβαναν αξιωματούχοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. 


Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος
Ο γιός του Νικολάου, Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος ως ο ηγεμόνας των αντιλήψεων της «πεφωτισμένης δεσποτείας», εφήρμοσε αγροτική μεταρρύθμιση γνωστή ως «ρεφόρμα» το έτος 1740, αναδιοργάνωσε το φορολογικό σύστημα ανακουφίζοντας τις φτωχές τάξεις, κατήργησε τη δουλοπαροικία και αποκατέστησε ακτήμονες γεωργούς.


Οι Μαυροκορδάτοι εξαντλημένοι πλέον οικονομικά, λόγω των τουρκικών απαιτήσεων, περί τα μέσα του 18ου αιώνα, δεν είχαν την δυνατότητα να καταβάλλουν τα ζητούμενα από τους Τούρκους ποσά για να γίνωνται ηγεμόνες κι έτσι τους διαδέχθηκαν άλλοι Φαναριώτες (Υψηλάντες, Μουρούζηδες, Καλλιμάχηδες κα οι Γκίκα). Η πιο σημαντική οικογένεια μετά την πτώση των Μαυροκορδάτων είναι η των Υψηλαντών, με πιο επιφανή τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (παππούς του ήρωα της Επανάστασης του 1821), όπου κατά την εποχή της ηγεμονίας του υπήρξε άνοδος πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, οργάνωσε σχολεία και δικαστήρια, εξέδωσε Νομοθεσία (Συνταγματικόν Νομικόν) βασιζόμενη στα Βασιλικά, που περιέχει διατάξεις από το εθιμικό ελληνικό δίκαιο. Επειδή θαύμαζε τους Γάλλους «Εγκυκλοπαιδιστές» και τον γαλλικό διαφωτισμό, το 1775 επέβαλε τη γαλλική γλώσσα ως υποχρεωτικό μάθημα στα σχολεία δικαιοδοσίας του, οπότε η γαλλική παιδεία καθιερώθηκε στις ηγεμονίες και στους κύκλους των Φαναριωτών. Όμως, το τραγικό του τέλος σε ηλικία 81 ετών δόθηκε από τους Τούρκους με την καρατόμησή του.

Οι Φαναριώτες προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στη Μεγάλη Εκκλησία, στην καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων και στη διάδοσή τους στις παραδουνάβιες περιοχές, ενώ προσέφεραν και μία ακόμη υπηρεσία στο Γένος: με την παρουσία τους στις εύφορες παραδουνάβιες ηγεμονίες έδωσαν ισχυρό κίνητρο για την αποδημία των φτωχών και καταπιεσμένων Ελλήνων. Διατηρούσαν πάντα ζωντανή την ιδέα του Γένους και την ελληνική τους ταυτότητα, πιστεύοντας ότι, αν και σκλάβοι των Οθωμανών, προήρχοντο από το γένος που έδωσε στην Ευρώπη τον πολιτισμό και που ήταν γραφτό να μεγαλουργήσει και πάλι.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669-1821) Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία, Τόμ. ΙΑ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

αβαγνον